- ἐπιλελησμένος
- ἐπιλελησμένος s. ἐπιλανθάνομαι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἐπιλελησμένος — ἐπιλανθάνομαι cause to forget perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)